Σλοβενικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „pritožíti“ στο λεξικό Σλοβενικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Σλοβενικά)

pritoží|ti se <pritóžim; pritóžil> ΡΉΜΑ στιγμ αυτοπ ρήμα

pritožiti se στιγμ od pritoževati se:

Βλέπε και: pritoževáti se

pritož|eváti se <pritožújem; pritoževàl> ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina