habló στο Oxford Spanish Dictionary

Μεταφράσεις για habló στο λεξικό Ισπανικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ισπανικά)

1. hablar (articular palabras):

2.1. hablar (expresarse):

you're a fine one to talk! οικ
you can talk! οικ
quien mucho habla mucho yerra παροιμ

3.1. hablar (conversar):

hablar por el celular λατινοαμερ o el móvil Ισπ
to talk on one's cell phone αμερικ
hablar por el celular λατινοαμερ o el móvil Ισπ
to talk on one's mobile βρετ
hablando se entiende la gente παροιμ

4. hablar (tratar, referirse a):

6.2. hablar (dirigirse a):

Βλέπε και: plata, cristiano2, cristiano1

2. plata Ν Αμερ οικ (dinero):

cash οικ
dough αργκ
she's loaded οικ
apalear plata RíoPl οικ
to rake it in οικ
to be rolling in it οικ
to be filthy rich οικ
salvar la plata Ν Αμερ οικ persona:

2. cristiano οικ (persona):

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
habló pausadamente
habló con parquedad
habló con parquedad
habló a destiempo

Μεταφράσεις για habló στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Αγγλικά)

habló στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για habló στο λεξικό Ισπανικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ισπανικά)

1. hablar (decir):

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για habló στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

habló Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

no me habló en toda la noche
Johnny? — yes? — can I have a word?
to shoot off one's mouth about sth αμερικ οικ
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | 中文