Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ώθηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ώθησ|η <-εις> [ˈɔθisi] SUBST θηλ

1. ώθηση ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

ώθηση μτφ
Antrieb αρσ
ώθηση μτφ
Impuls αρσ
δίνω ώθηση σε κάτι
νευρική ώθηση
Nervenimpuls αρσ

2. ώθηση (σκουντιά):

ώθηση
Stoß αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ώθηση

νευρική ώθηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский