Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ωστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ωστικ|ός <-ή, -ό> [ɔstiˈkɔs]

ωστικός
Schub-
Druckwelle θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский