Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ωριαίος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ωριαί|ος <-α, -ο> [ɔriˈɛɔs] ΕΠΊΘ

1. ωριαίος (που διαρκεί μια ώρα):

ωριαίος

2. ωριαίος (που γίνεται κάθε ώρα):

ωριαίος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский