Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ωοθηκικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ωοθηκικ|ός <-ή, -ό> [ɔɔθiciˈkɔs] ΕΠΊΘ

ωοθηκικός
Eierstock-
Eierstockvene θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский