Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ωμότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ωμότητα [ɔˈmɔtita] SUBST θηλ

1. ωμότητα:

ωμότητα
Rohheit θηλ

2. ωμότητα μτφ (φερσίματος):

ωμότητα
Grobheit θηλ

3. ωμότητα μτφ (βαρβαρότητα):

ωμότητα
Grausamkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский