Ελληνικά » Γερμανικά

ωμ|ός <-ή, -ό> [ɔˈmɔs] ΕΠΊΘ

1. ωμός (κρέας):

ωμός
roh

2. ωμός μτφ (φέρσιμο):

ωμός

3. ωμός μτφ (απάντηση):

ωμός

4. ωμός μτφ (εξαιρετικά βάρβαρος):

ωμός

ώμος [ˈɔmɔs] SUBST αρσ

2. ώμος (τμήμα ρακέτας του τένις):

Herz ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский