Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χάσμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χάσμα [ˈxazma] SUBST ουδ

1. χάσμα (βάραθρο):

χάσμα
Abgrund αρσ

2. χάσμα (ρήγμα):

χάσμα
Spalte θηλ

3. χάσμα μτφ (μεγάλη διαφορά):

χάσμα
Kluft θηλ
εισοδηματικό χάσμα ΟΙΚΟΝ

4. χάσμα μτφ (κενό):

χάσμα
Lücke θηλ
χάσμα στη μόρφωση
χάσμα νόμου

Παραδειγματικές φράσεις με χάσμα

εισοδηματικό χάσμα ΟΙΚΟΝ
χάσμα νόμου
αγεφύρωτο χάσμα μτφ
χάσμα ουδ των γενιών

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский