Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φύσημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φύσημα [ˈfisima] SUBST ουδ

1. φύσημα (ανέμου):

φύσημα
Wehen ουδ

2. φύσημα (αεράκι, ρεύμα):

φύσημα
Luftzug αρσ

3. φύσημα (ήχος):

φύσημα
Luftgeräusch ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский