Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φύση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φύσ|η <-εις> [ˈfisi] SUBST θηλ

1. φύση ΦΥΣ:

φύση
Natur θηλ
παρά φύση
νεκρή φύση
Stillleben ουδ

2. φύση (ιδιοσυστασία, χαρακτήρας):

φύση
Wesen ουδ

3. φύση (ενός πράγματος: είδος):

φύση

Παραδειγματικές φράσεις με φύση

νεκρή φύση
Stillleben ουδ
παρά φύση
η μητέρα φύση
Mutter θηλ Natur

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский