Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φρέσκο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φρέσκο [ˈfrɛskɔ] SUBST ουδ

1. φρέσκο (νωπογραφία):

φρέσκο
Fresko ουδ

2. φρέσκο ειρων (φυλακή):

φρέσκο
Kittchen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με φρέσκο

φρέσκο γάλα
φρέσκο τυρί

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский