φορτισμέν|ος <-η, -ο> [fɔrtizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ ΗΛΕΚ
φορεμέν|ος <-η, -ο> [fɔrɛˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
2. φορεμένος (φθαρμένος):
χαριτωμέν|ος <-η, -ο> [xaritɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ
1. χαριτωμένος (πρόσωπο, κινήσεις):
2. χαριτωμένος (μικρό παιδάκι):
φορτωτής [fɔrtɔˈtis] SUBST αρσ
1. φορτωτής (εργάτης):
-
- Ladearbeiter αρσ
2. φορτωτής (αποστολέας φορτίου):
-
- Befrachter αρσ
φορτωτικ|ός <-ή, -ό> [fɔrtɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. φορτωτικός (σχετικός με την αποστολή):
2. φορτωτικός (σχετικός με το φόρτωμα):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.