Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φοβερός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φοβερ|ός <-ή, -ό> [fɔvɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. φοβερός (τρομερός, αισχρός):

φοβερός

2. φοβερός μτφ (απίστευτος, απίθανος, πελώριος):

φοβερός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский