Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: φανερώνω , φανάρι , φανερός , ξημερώνει , φανέρωση και φανέρωμα

I . φανερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [fanɛˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. φανερώνω (αισθήματα, ιδιότητα, μυστικό, αλήθεια):

2. φανερώνω (δηλώνω, δείχνω):

3. φανερώνω (προδίδω):

II . φανερώνομαι VERB αυτοπ ρήμα (εμφανίζομαι)

φανέρωμα [faˈnɛrɔma] SUBST ουδ

φανέρωσ|η <-εις> [faˈnɛrɔsi] SUBST θηλ

ξημερώ|νει <-σε> [ksimɛˈrɔni] VERB απρόσ ρήμα

φανερ|ός <-ή, -ό> [fanɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. φανερός (ολοφάνερος):

2. φανερός (σαφής):

φανάρι [faˈnari] SUBST ουδ

1. φανάρι (χεριού, δρόμου):

Laterne θηλ
Wandlaterne θηλ
das Rotlichtmilieu ουδ ενικ

3. φανάρι (τροχαίας):

Ampel θηλ ενικ
intelligente Ampel/Ampelanlage θηλ ενικ

4. φανάρι ΝΑΥΣ (φάρος):

Leuchtturm αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский