Ελληνικά » Γερμανικά

υπερφυσικ|ός <-ή, -ό> [ipɛrfisiˈkɔs] ΕΠΊΘ

γεωφυσική [jɛɔfisiˈci] SUBST θηλ

υπερνικ|ώ <-άς, -ησα> [ipɛrniˈkɔ] VERB μεταβ

αστροφυσική [astrɔfisiˈci] SUBST θηλ

υπερφόρτωσ|η <-εις> [ipɛrˈfɔrtɔsi] SUBST θηλ

1. υπερφόρτωση (οχήματος, βάρκας):

Überladung θηλ
Überlastung θηλ

2. υπερφόρτωση μτφ:

Überlastung θηλ

βιοφυσική [viɔfisiˈci] SUBST θηλ

κρυοφυσική [kriɔfisiˈci] SUBST θηλ

μεταφυσική [mɛtafisiˈci] SUBST θηλ

ψυχοφυσική [psixɔfisiˈci] SUBST θηλ

υπερφίαλ|ος <-η, -ο> [ipɛrˈfialɔs] ΕΠΊΘ

υπερφωτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ipɛrfɔˈtizɔ] VERB μεταβ ΦΩΤΟΓΡ

υπερνίκησ|η <-εις> [ipɛrˈnicisi] SUBST θηλ

υπέρβασ|η <-εις> [iˈpɛrvasi] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский