υπερφωτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ipɛrfɔˈtizɔ] VERB μεταβ ΦΩΤΟΓΡ
I. υπερασπ|ίζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ipɛrasˈpizɔ] VERB μεταβ ΝΟΜ
II. υπερασπ|ίζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ipɛrasˈpizɔ] VERB αποθ ρήμα μεταβ
III. υπερασπίζομαι VERB αυτοπ ρήμα
υπερθεματί|ζω <-σα> [ipɛrθɛmaˈtizɔ] VERB αμετάβ
1. υπερθεματίζω (σε πλειστηριασμό):
2. υπερθεματίζω (υπερβάλλω):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.