υπεροπτικ|ός <-ή, -ό> [ipɛrɔptiˈkɔs] ΕΠΊΘ
υπεραστικό [ipɛrastiˈkɔ] SUBST ουδ (λεωφορείο)
υπερθετικό [ipɛrθɛtiˈkɔ] SUBST ουδ
-
- Superlativ αρσ
υπεραστικ|ός <-ή, -ό> [ipɛrastiˈkɔs] ΕΠΊΘ
υπερβατικ|ός <-ή, -ό> [ipɛrvatiˈkɔs] ΕΠΊΘ φιλος
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.