Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τόξο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τόξο [ˈtɔksɔ] SUBST ουδ

1. τόξο (σχήμα):

τόξο ΑΡΧΙΤ, ΜΑΘ
Bogen αρσ
ουράνιο τόξο
Regenbogen αρσ
αορτικό τόξο
Aortenbogen αρσ
γναθικό τόξο
Kieferbogen αρσ
νευρικό τόξο
Neuralbogen αρσ
παραβολικό τόξο ΜΑΘ
Parabelbogen αρσ
περιζενίθιο τόξο ΑΣΤΡΟΝ
Wirbelbogen αρσ

2. τόξο ΑΘΛ:

τόξο
Bogen αρσ
απλό τόξο
Stabbogen αρσ
σύνθετο τόξο
Kompositbogen αρσ

3. τόξο (βέλος):

τόξο
Pfeil αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με τόξο

Lichtbogen αρσ
Regenbogen αρσ
Inselbogen αρσ
απλό τόξο
Stabbogen αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский