Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τινάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τινά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [tiˈnazɔ] VERB μεταβ

1. τινάζω (κλονίζω, κουνώ):

τινάζω

2. τινάζω (τραπεζομάντηλο):

τινάζω

3. τινάζω (χαλί):

τινάζω

4. τινάζω (εκσφενδονίζω):

τινάζω

ιδιωτισμοί:

τα τινάζω οικ

II . τινάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με τινάζω

τα τινάζω οικ
τινάζω στον άερα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский