I. πολιτογραφ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [pɔlitɔɣraˈfɔ] VERB μεταβ
II. πολιτογραφούμαι VERB αυτοπ ρήμα
1. πολιτογραφούμαι (αποκτώ υπηκοότητα):
2. πολιτογραφούμαι μτφ (καθιερώνομαι):
σχολ|ιάζω <-ίασα, -ιάστηκα, -ιασμένος> [sxɔliˈazɔ] VERB μεταβ
1. σχολιάζω (κάνω σχόλιο):
3. σχολιάζω (επικρίνω):
ραδιογραφ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [raðiɔɣraˈfɔ] VERB μεταβ
γελοιογραφ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [jɛliɔɣraˈfɔ] VERB μεταβ
ηχογραφ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ixɔɣraˈfɔ] VERB μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- σχολαστικισμός
- σχολαστικός
- σχολαστικότητα
- σχολείο
- σχολή
- σχολιογραφώ
- σχολνώ
- σώβρακο
- σώζω
- σωθικά
- Σωκράτης