Ελληνικά » Γερμανικά

σχηματικ|ός <-ή, -ό> [sçimatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ασχημάτιστ|ος <-η, -ο> [asçiˈmatistɔs] ΕΠΊΘ

ανασχηματισμός [anasçimatizˈmɔs] SUBST αρσ

σχηματί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [sçimaˈtizɔ] VERB μεταβ

1. σχηματίζω (δημιουργώ, διαπλάθω):

2. σχηματίζω (διαγράφω):

μετασχηματισμός [mɛtasçimatizˈmɔs] SUBST αρσ

βηματισμός [vimatizˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский