συνταγματάρχης [sindaɣmaˈtarçis] SUBST αρσ MILIT
1. συνταγματάρχης:
-
- Oberst αρσ
συνταγματικ|ός <-ή, -ό> [sindaɣmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. συνταγματικός (αναφερόμενος στο σύνταγμα):
2. συνταγματικός (σύμφωνος με το σύνταγμα):
συνταγματικότητα [sindaɣmatiˈkɔtita] SUBST θηλ
ταγματάρχης [taɣmaˈtarçis] SUBST αρσ
-
- Major αρσ
συνταγματολόγος <-ή, -ό> [sindaɣmatɔˈlɔɣɔs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.