Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνεχίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συνεχί|ζω <-σα, -στηκα> [sinɛˈçizɔ] VERB μεταβ (κάτι το ατελείωτο)

συνεχίζω

III . συνεχίζομαι VERB αυτοπ ρήμα (δρόμος, ιστορία)

Παραδειγματικές φράσεις με συνεχίζω

συνεχίζω το δρόμο μου
συνεχίζω να κάνω κάτι
συνεχίζω με κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский