Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συναντώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συναντ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα> [sinanˈdɔ] VERB μεταβ

1. συναντώ (τυχαία):

συναντώ κάποιον
συναντώ κάποιον

2. συναντώ (με ραντεβού):

συναντώ

3. συναντώ (δυσκολίες, εμπόδια):

συναντώ
συναντώ δυσκολίες

II . συναντιέμαι VERB αυτοπ ρήμα

2. συναντιέμαι (με ραντεβού):

Παραδειγματικές φράσεις με συναντώ

συναντώ δυσκολίες
συναντώ άρνηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский