Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συγκλητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συγκλητικ|ός <-ή, -ό> [siŋglitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

συγκλητικός
Senats-

II . συγκλητικ|ός [siŋglitiˈkɔs] SUBST αρσ

συγκλητικός
Senator αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский