Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συγκέντρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συγκέντρωσ|η <-εις> [siɲˈɟɛndrɔsi] SUBST θηλ

1. συγκέντρωση (πραγμάτων):

συγκέντρωση
Ansammlung θηλ

2. συγκέντρωση (ανθρώπων, συνάντηση):

συγκέντρωση
Versammlung θηλ

3. συγκέντρωση (μάζεμα):

συγκέντρωση
Sammeln ουδ

4. συγκέντρωση (πνευματική):

συγκέντρωση
Konzentration θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με συγκέντρωση

συγκέντρωση θηλ ιόντων
γαλαξιακή συγκέντρωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский