Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στρέμμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στρέμμα [ˈstrɛma] SUBST ουδ

στρέμμα
Dekar ουδ
στρέμμα
10 Ar

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский