Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στήνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στή|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈstinɔ] VERB μεταβ

1. στήνω (βάζω όρθιο):

στήνω

ιδιωτισμοί:

στήνω καβγά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский