Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σοι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σό|ι <-γιού> [ˈsɔi] SUBST ουδ

1. σόι (οικογένεια):

Familie θηλ

2. σόι (συγγενολόι):

Sippe θηλ

3. σόι μειωτ:

Sippe θηλ
Sippschaft θηλ

4. σόι (γένος):

Geschlecht ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский