Ελληνικά » Γερμανικά

σάκα [ˈsaka] SUBST θηλ

1. σάκα (μαθητική):

Schultasche θηλ

2. σάκα (κυνηγού):

Jagdtasche θηλ

σκι [sci] SUBST ουδ αμετάβλ

2. σκι (θαλάσσιο):

Wasserski αρσ
Slalomski αρσ

4. σκι (σπορ στο νερό):

Wasserski ουδ

σκάω

σκάω s. σκάζω

Βλέπε και: σκά(ζ)ω

II . σκά|(ζ)ω <-σα, -σμένος> [ˈska(z)ɔ] VERB αμετάβ

2. σκά(ζ)ω (γυαλί):

σκά(ζ)ω

3. σκά(ζ)ω (ξύλο):

σκά(ζ)ω

4. σκά(ζ)ω (βόμβα):

σκά(ζ)ω

σκορ [skɔr] SUBST ουδ αμετάβλ

σάλα [ˈsala] SUBST θηλ

1. σάλα (μεγάλη αίθουσα):

Saal αρσ

2. σάλα (αίθουσα υποδοχής):

Empfangsraum αρσ

3. σάλα (καθιστικό):

Wohnzimmer ουδ

σάρα [ˈsara] SUBST θηλ

κόκα [ˈkɔka] SUBST θηλ

σέγα [ˈsɛɣa] SUBST θηλ

σέλα [ˈsɛla] SUBST θηλ

σήμα [ˈsima] SUBST ουδ

2. σήμα (κωδικοποιημένο: φως, τόνος):

Signal ουδ
Zeichen ουδ
Notsignal ουδ
Seezeichen ουδ

3. σήμα:

σήμα ΗΛΕΚ, Η/Υ
Signal ουδ

4. σήμα (της τροχαίας):

Schild ουδ

σήτα [ˈsita] SUBST θηλ

Sieb ουδ

σόδα [ˈsɔða] SUBST θηλ

1. σόδα (ανθρακικό νάτριο):

Soda θηλ o ουδ

2. σόδα (ποτό):

Sodawasser ουδ
Soda ουδ

σόλα [ˈsɔla] SUBST θηλ

Sohle θηλ

φάκα [ˈfaka] SUBST θηλ

λακ [lak] SUBST θηλ αμετάβλ, λάκα [ˈlaka] SUBST θηλ

Haarlack αρσ

τάκα [ˈtaka] SUBST θηλ (νόμισμα)

Taka αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский