Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ρωγμή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ρωγμή [rɔɣˈmi] SUBST θηλ

1. ρωγμή (σε επιφάνεια, τοίχο):

ρωγμή
Riss αρσ
Haarriss αρσ
Rissbildung θηλ

2. ρωγμή (άνοιγμα):

ρωγμή
Spalte θηλ
ρωγμή από σεισμό

Παραδειγματικές φράσεις με ρωγμή

Haarriss αρσ
ρωγμή από σεισμό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский