I. ριψοκινδυν|εύω <-εψα> [ripsɔcinðiˈnɛvɔ] VERB μεταβ
1. ριψοκινδυνεύω (κινδυνεύω):
2. ριψοκινδυνεύω (δοκιμάζω παρά τον κίνδυνο):
II. ριψοκινδυν|εύω <-εψα> [ripsɔcinðiˈnɛvɔ] VERB αμετάβ
ριψοκίνδυν|ος <-η, -ο> [ripsɔˈcinðinɔs] ΕΠΊΘ
1. ριψοκίνδυνος (άνθρωπος):
2. ριψοκίνδυνος (επιχείρηση):
διακινδυν|εύω <-εψα [ή -ευσα], -εύτηκα> [ðiacinðiˈnɛvɔ] VERB μεταβ
1. διακινδυνεύω (λαβαίνω υπόψη τον κίνδυνο):
2. διακινδυνεύω (εκθέτω σε κίνδυνο):
I. κινδυν|εύω <-εψα> [cinðiˈnɛvɔ] VERB αμετάβ (βρίσκομαι σε κίνδυνο)
παρακινδυν|εύω <-εψα, -ευμένος> [paracinðiˈnɛvɔ] VERB αμετάβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- ρινοφάρυγγας
- ριξιά
- ρίξιμο
- ριπή
- ριπλέι
- ριψοκινδινεύω
- ριψοκινδυνεύω
- ριψοκίνδυνος
- ρο
- ρόγχος
- ρόδα