Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πόρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πόρος [ˈpɔrɔs] SUBST αρσ

1. πόρος (ποταμού):

πόρος
Furt θηλ

2. πόρος (μικρό άνοιγμα):

πόρος ΒΙΟΛ, ΓΕΩΛ
Pore θηλ

ιδιωτισμοί:

δακρυϊκός πόρος
Tränengang αρσ
Samenleiter αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πόρος

Milchgang αρσ
κοχλιακός πόρος ΑΝΑΤ
νευρικός πόρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский