Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πόθος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πόθος [ˈpɔθɔs] SUBST αρσ

1. πόθος (επιθυμία):

πόθος
Wunsch αρσ
ευσεβής πόθος
frommer Wunsch αρσ

2. πόθος (έντονη επιθυμία, ερωτικό):

πόθος
Verlangen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με πόθος

ευσεβής πόθος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский