Ελληνικά » Γερμανικά

πρωτογεν|ής <-ής, -ές> [prɔtɔjɛˈnis] ΕΠΊΘ

1. πρωτογενής (γεννημένος πρώτος):

πρωτογενής

2. πρωτογενής (που γίνεται για πρώτη φορά):

πρωτογενής
Erst-
πρωτογενής τομέας ΟΙΚΟΝ
primärer Sektor αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πρωτογενής

πρωτογενής τομέας ΟΙΚΟΝ
πρωτογενής ακτινοβολία
πρωτογενής αντίδραση
πρωτογενής ιοντισμός
πρωτογενής σεμεντίτης
πρωτογενής φλοιός
πρωτογενής ανοσοαπόκριση
(πρωτογενής) συντελεστής αρσ παραγωγής
(πρωτογενής) συντελεστής παραγωγής ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский