Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προτίμηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προτίμησ|η <-εις> [prɔˈtimisi] SUBST θηλ

2. προτίμηση (πράξη: ενός μαθητή):

προτίμηση
Bevorzugung θηλ
δείχνω προτίμηση σε κάποιον
κατά προτίμηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский