Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσποίηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσποίησ|η <-εις> [prɔsˈpiisi] SUBST θηλ

1. προσποίηση (υπόκριση):

ήταν σκέτη προσποίηση
(μια) προσποίηση αδιαφορίας

2. προσποίηση (αφύσικος τρόπος):

προσποίηση
Gehabe ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με προσποίηση

ήταν σκέτη προσποίηση
(μια) προσποίηση αδιαφορίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский