προσιτ|ός <-ή, -ό> [prɔsiˈtɔs] ΕΠΊΘ
1. προσιτός:
2. προσιτός (τιμή):
προσήνεμ|ος <-η, -ο> [prɔˈsinɛmɔs] ΕΠΊΘ
I. προσηλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [prɔsiˈlɔnɔ] VERB μεταβ (βλέμμα)
προσήνεια SUBST
-
- Umgänglichkeit θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.