Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: προσεύχομαι , προσευχή , προσεχώς , προσεχής , προσέρχομαι και προσεχτικός

προσεύχ|ομαι <-ήθηκα> [prɔˈsɛfxɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

προσεχ|ής <-ής, -ές> [prɔsɛˈçis] ΕΠΊΘ

προσεχώς [prɔsɛˈxɔs] ΕΠΊΡΡ

προσευχή [prɔsɛfˈçi] SUBST θηλ

προσεκτικ|ός [prɔsɛktiˈkɔs], προσεχτικ|ός [prɔsɛxtiˈkɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

1. προσεκτικός (με προσοχή):

2. προσεκτικός (με επιμέλεια):

προσ|έρχομαι <-ήλθα> [prɔˈsɛrxɔmɛ] VERB αμετάβ (παραβρίσκομαι)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский