Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ποζάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ποζάρ|ω <-ισα> [pɔˈzarɔ] VERB αμετάβ

1. ποζάρω (για ζωγράφο):

ποζάρω

2. ποζάρω (παίρνω πόζα):

ποζάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский