Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: πληροφόρηση , πληροφορική , πληροφορία , πληροφορώ και πληροφορημένος

I . πληροφορ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [plirɔfɔˈrɔ] VERB μεταβ

II . πληροφορούμαι VERB αυτοπ ρήμα

1. πληροφορούμαι (ζητώ πληροφορίες):

2. πληροφορούμαι (μαθαίνω):

πληροφορική [plirɔfɔriˈci] SUBST θηλ

πληροφορημέν|ος <-η, -ο> [plirɔfɔriˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский