Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πληθυντικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πληθυντικός (αριθμός) [pliθindiˈkɔs (ariθˈmɔs)] SUBST αρσ

πληθυντικός (αριθμός)
Plural αρσ
πληθυντικός (αριθμός)
Mehrzahl θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με πληθυντικός

πληθυντικός αριθμός
Mehrzahl θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский