περιφρόνησ|η <-εις> [pɛriˈfrɔnisi] SUBST θηλ
1. περιφρόνηση (μη υπολόγιση: συνθήκες, νόμο κτλ):
2. περιφρόνηση (καταφρόνηση):
3. περιφρόνηση (επίδειξη προσβλητικής αδιαφορίας):
περιφρούρησ|η <-εις> [pɛriˈfrurisi] SUBST θηλ
-
- Schutz αρσ
περιφρον|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [pɛrifrɔˈnɔ] VERB μεταβ
1. περιφρονώ (θεωρώ ανάξιο προσοχής):
3. περιφρονώ (δείχνω προσβλητική αδιαφορία):
περιφρουρ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [pɛrifruˈrɔ] VERB μεταβ
περίφρασ|η <-εις> [pɛˈrifrasi] SUBST θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.