περιεργά|ζομαι <-στηκα> [pɛriɛrˈɣazɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ
περιποι|ούμαι <-ήθηκα, -ημένος> [pɛripiˈumɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ
1. περιποιούμαι (άρρωστο, κήπο):
2. περιποιούμαι (πελάτη: εξυπηρετώ):
περιπλαν|ιέμαι <-ήθηκα, -ημένος> [pɛriplaˈɲɛmɛ] VERB αυτοπ ρήμα
1. περιπλανιέμαι (γυρίζω εδώ κι εκεί):
2. περιπλανιέμαι (χάνω το δρόμο μου):
υπαινί|σσομαι <-χτηκα> [ipɛˈnisɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.