Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πείρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πείρα [ˈpira] SUBST θηλ

πείρα
Erfahrung θηλ
έχω πείρα σε κάτι
βιοτική πείρα
διδακτική πείρα
Lehrerfahrung θηλ
ερωτική πείρα
πείρα ζωής

Παραδειγματικές φράσεις με πείρα

πείρα ζωής
βιοτική πείρα
ερωτική πείρα
έχω πείρα σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский