Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραστέκω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παραστ|έκω [paraˈstɛkɔ], παραστ|έκομαι [paraˈstɛkɔmɛ] <-άθηκα> VERB αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με παραστέκω

παραστέκω κάποιου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский