Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραμερίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παραμερί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [paramɛˈrizɔ] VERB μεταβ

1. παραμερίζω (μικρά αντικείμενα):

παραμερίζω

2. παραμερίζω (απομακρύνω, αφαιρώ):

παραμερίζω

3. παραμερίζω μτφ (παραγκωνίζω):

παραμερίζω

II . παραμερί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [paramɛˈrizɔ] VERB αμετάβ (τραβιέμαι στην άκρη)

παραμερίζω

Παραδειγματικές φράσεις με παραμερίζω

παραμερίζω όλα τα εμπόδια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский