Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παλλαϊκός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παλλαϊκ|ός <-ή, -ό> [palaiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. παλλαϊκός (γενικός):

παλλαϊκός

2. παλλαϊκός (του λαού):

παλλαϊκός
Volks-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский