Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παλικαριά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παλικαριά [palikaˈri̯a] SUBST θηλ (τόλμη)

παλικαριά
Tapferkeit θηλ
παλικαριά
Mut αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский